- προεγχειρητικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που εκτελείται πριν από χειρουργική επέμβαση («προεγχειρητική αγωγή)2. φρ. α) «προεγχειρητικές εξετάσεις»ιατρ. γενικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται πριν από χειρουργική επέμβαση και συνίστανται στη διερεύνηση τής απήχησης τής νόσου στον οργανισμό και τής κατάστασης τού αναπνευστικού, κυκλοφοριακού, πεπτικού και νευρικού συστήματος, με σκοπό τη διεξαγωγή τής εγχείρησης σε όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκεςβ) «προεγχειρητικός έλεγχος»ιατρ. έλεγχος τών κινδύνων που ενέχει η νόσος και η εγχείρηση καθώς και τού κατά πόσο είναι προς όφελος τού ασθενούς να εγχειρηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εγχειρητικός (< εγχείρηση)].
Dictionary of Greek. 2013.